- χαλάζιο
- το / χαλάζιον, ΝΑ [χάλαζα]ιατρ. όγκος μικρού μεγέθους που μοιάζει με κόκκο και αναπτύσσεται στα βλέφαρα, εσωτερικό κριθαράκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλάζιο — το μικρός όγκος του βλεφάρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλαζιάρης — α, ικο, Ν αυτός που πάσχει από χαλάζιο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλάζιο «πάθηση τών βλεφάρων» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… … Dictionary of Greek
χαλαζιώ — άω, Α υποφέρω από χαλάζιο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλάζιον «πάθηση τών βλεφάρων» + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ψυδράκιον — τὸ, ΜΑ [ψύδραξ, ακος] λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα αρχ. 1. φλύκταινα στο σώμα 2. χαλάζιο, κριθαράκι τού ματιού … Dictionary of Greek
Παραρρήνια Σχιστολιθικά Όρη — Ορεινός όγκος που εκτείνεται και από τις δύο μεριές του Ρήνου στην προέκταση των Αρδενών. Σχηματίστηκε από πρωτογενή σχιστολιθικά στρώματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν στρώματα από χαλάζιο. Τα βουνά αυτά παρουσιάζουν κατά τόπους ηφαιστειογενή… … Dictionary of Greek